- προδιαπέμπομαι
- Α1. στέλνω κάποιον από πριν ως αγγελιαφόρο («προδιαπεμψάμενος τὸν Ἀρριανόν», Πολ.)2. στέλνω προηγουμένως μήνυμα («προδιαπεμψάμενοι πρὸς αὐτόν», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαπέμπομαι «στέλνω αγγελιαφόρους»].
Dictionary of Greek. 2013.